- ρέγομαι
- (...)ı arzulamak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ρέγομαι — Ν ορέγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορέγομαι, με σίγηση του αρκτικού ο ] … Dictionary of Greek
λειχουδεύομαι — ορέγομαι ένα φαγητό, λιγουρεύομαι 2. (σχετικά με γυναίκα) ποθώ ερωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειχούδης + κατάλ. εύομαι με επίδραση αποθ. ρημάτων, όπως λιγουρεύομαι, (ο)ρέγομαι] … Dictionary of Greek
ορέγομαι — και ρέγομαι ορέχτηκα και ρέχτηκα, επιθυμώ, ποθώ, λαχταρώ: Ρέχτηκα να φάω σταφύλι. – Χρόνια την ορέγομαι και τη λαχταρώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)